τεμάχια

τεμάχια
τεμάχιον
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ηλεκτρομαγνήτης — Τεμάχια σιδήρου που γίνεται μαγνήτης στο εσωτερικό ενός πηνίου, όταν αυτό διαρρέεται από ρεύμα. Βλ. λ. δυναμοηλεκτρική μηχανή· εγγραφής συσκευές· ήχου εγγραφή· ηλεκτρισμός (ηλεκτρομαγνητισμός)· κινητήρας (ηλεκτρικοί κινητήρες)· μαγνήτης· φυσική.… …   Dictionary of Greek

  • τεμάχι' — τεμάχια , τεμάχιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζάχαρη — Κοινή ονομασία για τη σακχαρόζη, οργανική ένωση του τύπου C12Η22Ο12 που υπάρχει άφθονη στο ζαχαροκάλαμο και στα τεύτλα, από τα οποία γίνεται η βιομηχανική παρασκευή της. Είναι ένας δισακχαρίτης ο οποίος σχηματίζεται από ένα μόριο γλυκόζης και ένα …   Dictionary of Greek

  • καρφί — Μεταλλικό, κυρίως, στοιχείο, αιχμηρό ή μη, που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση τεμαχίων. Αποτελείται από την κεφαλή και το στέλεχος. Ανάλογα με τη χρήση για την οποία προορίζεται, ποικίλλουν η διατομή του στελέχους, το μήκος του και το σχήμα της… …   Dictionary of Greek

  • κομματιαστός — ή, ό [κομματιάζω] 1. κομμένος σε τεμάχια, τεμαχισμένος 2. αυτός που αποτελείται από κομμάτια, συναρμολογημένος από τεμάχια. επίρρ... κομματιαστά 1. κατά τεμάχια 2. με διακοπές …   Dictionary of Greek

  • μεταλλουργία — Η επιστήμη που μελετά τόσο τη δομή και τη συμπεριφορά των μετάλλων και των κραμάτων τους όσο και τις τεχνικές διαχωρισμού, εξευγενισμού και προσαρμογή τους στη βιομηχανική χρήση. Οι διάφορες μεταλλουργικές εργασίες αποτελούν, στο σύνολό τους, ένα …   Dictionary of Greek

  • τεμάχιο — το / τεμάχιον, ΝΜΑ [τέμαχος] τμήμα πράγματος που έχει κοπεί, διαιρεθεί ή σπάσει, κομμάτι (α. «τεμάχιο άρτου» β. «τεμάχιο οικοπέδου» γ. «κατὰ τεμάχια πλεῑστα διαιρεθῆναι», Γρηγορ. Ν. δ. «ἄτε τεμάχια ὄντα τοῡ ἄρρενος», Πλάτ.). νεοελλ. 1. συνεκδ.… …   Dictionary of Greek

  • αυτοματισμός ή αυτοματοποίηση — Σύνολο μελετών και μεθόδων που αποβλέπουν να αντικαταστήσουν ορισμένες δραστηριότητες του ανθρώπου, σε διάφορες διαδικασίες παραγωγής, με τη βοήθεια κατάλληλων αυτόματων μηχανισμών. Ήδη οι μηχανές έχουν αντικαταστήσει τον άνθρωπο σε πολλές… …   Dictionary of Greek

  • ελεγκτήρας — Όργανο μέτρησης που στη μηχανουργική τεχνολογία χρησιμεύει για τον γρήγορο έλεγχο των διαστάσεων των κατεργάσιμων τεμαχίων. Οι ε. έχουν διάφορες μορφές, ανάλογα με τα τεμάχια που προορίζονται να μετρήσουν. Διακρίνονται σε σταθερούς (για τον… …   Dictionary of Greek

  • εμβολή — Απόφραξη αιμοφόρου αγγείου από έμβολο που μπορεί να είναι στερεό, υγρό και αέριο και έχει μεταφερθεί στη θέση αυτή με την κυκλοφορία του αίματος, σε αντίθεση με τη θρόμβωση, όπου ο θρόμβος σχηματίστηκε στη θέση της απόφραξης. Τα στερεά έμβολα τις …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”